Τόσο κατά την επιστημονική, όσο και κατά την πολιτική συζήτηση για τις διατάξεις των άρθρων 18-20 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» διατυπώνονται επιχειρήματα που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Με το άρθρο 16§1 εδαφ.α κατοχυρώνεται η επιστημονική ελευθερία και όχι όπως συχνά αναφέρεται η ακαδημαϊκή[1]. Η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι παρά τμήμα της επιστημονικής ελευθερίας, είναι η επιστημονική ελευθερία, όπως εξασκείται εντός των ΑΕΙ
Δεν αμφισβητείται ότι το Σύνταγμα καθιερώνει την ελευθερία της επιστήμης ως ελευθερίας της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης, του ελέγχου και του αντιλόγου, της διαφωνίας και της αναζήτησης[2].
Αποσιωπάται όμως στο σχετικό διάλογο ότι η επιστήμη δεν αποτελεί εργασία μεμονωμένων επιστημόνων, αλλά επικοινωνιακή σχέση[3]. Αυτό σημαίνει ότι η επιστημονική διδασκαλία δεν μπορεί να νοείται ως μονόλογος, αλλά ως κριτικός διάλογος. Η επικοινωνιακή σχέση διδασκαλία, που αποτελείται από δυο πόλους -το διδάσκοντα και το διδασκόμενο- δεν μπορεί να διασπασθεί και να αποξενωθεί ο ένας της πόλος από τον άλλο. Πολλώ δε μάλλον σήμερα, όπου η επιστημονική έρευνα αποτελεί κατ’εξοχήν συλλογικό έργο. Κατά συνέπεια η παρακολούθηση της επιστημονικής διδασκαλίας αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο συμμετοχής στην επιστημονική εργασία[4].
Το πεδίο προστασίας της επιστημονικής ελευθερίας δεν περιορίζεται στην προστασία των διατυπωμένων επιστημονικών απόψεων, αλλά είναι ιδιαίτερα ευρύ, καταλαμβάνοντας όλη τη διαδικασία διαμόρφωσης, διατήρησης, αλλαγής, έκφρασης, μετάδοσης και διάδοσης της επιστημονικής γνώμης[5]. Από πλευράς των διδασκομένων, ειδικό περιεχόμενο της επιστημονικής ελευθερίας αποτελεί το δικαίωμα άσκησης κριτικής επί των διδαχθέντων (αδιάφορο το πόσο έντονης), καθώς και η απρόσκοπτη θέση διευκρινιστικών και κριτικών ερωτήσεων[6]. Άρα φορείς της επιστημονικής ελευθερίας είναι και οι φοιτητές.
Το βασικό περιεχόμενο της επιστημονικής ελευθερίας συνίσταται στην προστασία του φορέα της από παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας. Τo άρθρο 16§1 εδαφ.α δημιουργεί ένα χώρο ελευθερίας για τον επιστήμονα έναντι της κρατικής παρέμβασης. Όμως οι φορείς της υποχρέωσης δεν εξαντλούνται στα κρατικά (νομοθετικά, εκτελεστικά, δικαστικά) ή στα πανεπιστημιακά όργανα, αλλά επεκτείνονται και σε τρίτους, οι οποίοι τελούν σε σχέση εξουσίασης προς τους φορείς του δικαιώματος.
Η θεσμική εγγύηση, που καθιερώνεται με την διάταξη του άρθρου 16 §5 ανάγει την προαγωγή και προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της επιστήμης σε δημόσιο καθήκον και εγγυάται την οργάνωση των κατάλληλων θεσμών (εν προκειμένω των ΑΕΙ) που θα εξασφαλίζουν την ανάπτυξη αυτή. Πρέπει όμως να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι προστατευτέα δεν είναι μια αφηρημένη, κρατικά προσδιορίσιμη και άρα λειτουργοποιημένη επιστήμη, αλλά η επιστήμη ως χώρος ελευθερίας[7]. Συνεπώς, καθήκον της δημόσιας υπηρεσίας είναι να δημιουργεί τις συνθήκες για την ελεύθερη ανάπτυξη της επιστήμης από τους ίδιους τους φορείς του δικαιώματος.
Η βασική συνταγματική παράμετρος της θεσμικής εγγύησης είναι η κατοχύρωση ενός οργανωτικού πυρήνα, που εγγυάται την αυτενέργεια των ασχολουμένων με την επιστημονική εκπαίδευση. O πυρήνας του οργανωτικού σχήματος των ΑΕΙ κωδικοποιείται στο ελληνικό Σύνταγμα ως «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Ειδικό αποτέλεσμα της θεσμικής εγγύησης της πλήρους αυτοδιοίκησης αποτελεί η κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου[8]. Ο συμφυής πολιτικός χαρακτήρας της επιστημονικής ελευθερίας προϋποθέτει μια εγγύηση ακώλυτης λειτουργίας των ΑΕΙ από οποιαδήποτε δημόσια επέμβαση, αλλά και από την παρουσία της δημόσιας δύναμης στο εσωτερικό του ΑΕΙ, αφού ακόμα και αυτή η παρουσία μπορεί να επενεργήσει αρνητικά στην ελεύθερη άσκηση των πανεπιστημιακών καθηκόντων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη Γαλλία, το άσυλο και το δικαίωμα των πανεπιστημιακών αρχών να ασκούν αστυνομική εξουσία αποτελούν μαζί με την αυτονομία των πανεπιστημιακών πειθαρχικών συμβουλίων (άλλο ζήτημα για το οποίο θα χρειαζόταν ξεχωριστό σημείωμα αποτίμησης του σχεδίου νόμου) τις δυο βασικές εγγυήσεις του Πανεπιστημιακού θεσμού[9]. Άρα όσοι νόμοι και αν εξαγγέλλουν την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, δεν παύουν να είναι αντισυνταγματικοί.
Ο όρος άσυλο δεν παραπέμπει σε ένα χώρο όπου δεν ισχύουν οι ποινικοί νόμοι, αλλά σε ένα χώρο όπου δεν εφαρμόζονται αστυνομικές διατάξεις και διαταγές[10] και όπου μόνο υπό συγκεκριμένους όρους μπορεί να εισέλθει η δημόσια αστυνομική δύναμη για να προβεί σε έρευνες, συλλήψεις και να καταστείλει πράξεις που κατά τη γνώμη της και κατ’ εντολή της φυσικής και πολιτικής της ηγεσίας συνιστούν ποινικά αδικήματα. Ο όρος που παραπέμπει πράγματι στην εκκλησιαστική έννοια του ασύλου δεν είναι τυχαίος: τα Πανεπιστήμια διεκδικούν στη σύγχρονη κοινωνία το ρόλο του πραγματικού σύγχρονου Ναού, του Ναού της Γνώσης. Δεν είναι βέβαια ο μόνος θεσμός ασύλου που αναγνωρίζει το συνταγματικό μας δίκαιο. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις το άσυλο της κατοικίας (όπου και εκεί μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να εισέλθει η δημόσια αστυνομική δύναμη) ή η άσκηση της αστυνομικής εξουσίας από τον Πρόεδρο της Βουλής, σύμφωνα με τον Κανονισμό της. Μήπως πλέον θα έπρεπε να θεωρήσουμε (κατά τον αναπληρωτή κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ) ότι οι ειδικές αυτές ρυθμίσεις έρχονται σε αντίθεση με το σκληρό πυρήνα του κράτους ή την προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, που καθιερώνει το άρθρο 5§2 Σ.; Όσοι λοιπόν επιτίθενται στο θεσμό του ασύλου ας μας απαντήσουν αν επιθυμούν την κατάργηση και αυτών των θεσμών και την ίδρυση σωμάτων ειδικών φρουρών προκειμένου να περιπολούν μέσα στα σπίτια μας ή μέσα στη Βουλή κατ’ εντολή των Αστυνομικών Διοικητών και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη (μήπως άραγε δεν τελούνται σοβαρότατα και πολυπληθέστερα ποινικά αδικήματα εντός των σπιτιών απ’ ότι στα Πανεπιστήμια;). Το Σύνταγμα μας -ευτυχώς- δεν αρκείται στην οργάνωση και ρύθμιση του σκληρού πυρήνα του κράτους (όπως ίσως κάποιοι θα ήθελαν), αλλά κατοχυρώνει σωρεία ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών και μόνο υπό το πρίσμα αυτών των ελευθεριών θεσμίζεται ο ίδιος ο σκληρός πυρήνας του κράτους (αλλιώς δεν θα ταν Σύνταγμα-ας μην καταργήσουμε κι αυτό μαζί με το Πανεπιστήμιο)
Με αυτά τα δεδομένα ας ξεκαθαρίσουμε κάποιες όψεις της συζήτησης:
Το γεγονός ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την πλήρη αυτοδιοίκηση και όχι την αυτονομία των ΑΕΙ έχει απολύτως κακοποιηθεί στο δημόσιο διάλογο, καθώς ουδεμία σχέση έχει με την ίδρυση αστυνομικού σώματος που θα περιπολεί εντός των ΑΕΙ και θα υπάγεται στις εντολές του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Κατ’αρχάς ο κοινός νομοθέτης δύναται να εξουσιοδοτήσει τα ΑΕΙ να εκδίδουν κανονιστικές πράξεις για τη λειτουργία τους και πράγματι τα τελευταία χρόνια το έχει πράξει πλειστάκις. Στα πλαίσια αυτά, το κάθε ΑΕΙ θα μπορούσε, κατόπιν σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, να εφαρμόσει το δικό του σύστημα ασφάλειας και περιφρούρησης των χώρων του. Πράγματι, τυχόν ενδοπανεπιστημιακά αστυνομικά σώματα, υπαγόμενα στα αρμόδια όργανα των ΑΕΙ, δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν προανακριτικές πράξεις για ποινικά αδικήματα. Πλην όμως, πλήρης αυτοδιοίκηση και άσυλο σημαίνει ότι οι πανεπιστημιακές αρχές θα ήταν οι μόνες αρμόδιες να δώσουν σχετική άδεια στη δημόσια αστυνομική δύναμη να εισέλθει στο χώρο των ΑΕΙ, προκειμένου να προβούν σε τέτοιες πράξεις (πλην των περιπτώσεων που κατ’ εξαίρεση θα μπορούσε να ρυθμίσει ο νόμος) .
Περαιτέρω, το γεγονός ότι το άσυλο συνδέεται με τη θεσμική εγγύηση της επιστημονικής ελευθερίας δεν σημαίνει ότι καταργείται το ατομικό δικαίωμα του φορέα της ελευθερίας αυτής (που όπως είδαμε μπορεί να είναι φοιτητής) να αντιταχθεί σε παραβιάσεις της ακόμα και έναντι τέτοιων ενδοπανεπιστημιακών αστυνομικών σωμάτων, πολλώ δε μάλλον της δημόσιας αστυνομικής δύναμης. Η εξαναγκαστική επιβολή εκτεταμένων συστημάτων επιτήρησης θέτει εν προκειμένω ζητήματα, για τα οποία θα χρειαζόταν αυτοτελές σημείωμα.
Στο σχετικό διάλογο παρατίθεται σειρά επιχειρημάτων για τα προβλήματα εισόδου της δημόσιας αστυνομικής δύναμης στα ΑΕΙ (αν και πότε μπορεί να εισέλθει χωρίς άδεια σε περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων, αν οι πανεπιστημιακές αρχές αμελούν ή φοβούνται να δώσουν τέτοια άδεια) για να αιτιολογηθεί κάτι εντελώς διαφορετικό: η μόνιμη και διαρκής παρουσία της δημόσιας αστυνομικής δύναμης εντός των ΑΕΙ, η οποία είναι εξόφθαλμα αντισυνταγματική. Η παρουσία αυτή, πέραν του ότι παραβιάζει το άρθρο 16§5 Σ. θα διαμορφώσει επιπλέον ένα διαρκές πεδίο τριβών με τους φορείς του άρθρου 16§1 Σ. κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους (αν μη τι άλλο συνεχής θα είναι η προστριβή για το αν τελείται το αδίκημα της απείθειας έναντι εντολών που προέρχονται από ένα σώμα στερούμενο της συνταγματικής νομιμότητας)
Ως προς το ζήτημα της κατ’ εξαίρεση και άνευ αδείας εισόδου της δημόσιας αστυνομικής δύναμης εντός του χώρου των ΑΕΙ, ο νόμος κάλλιστα θα μπορούσε -χωρίς να παραβιάσει τις συνταγματικές διατάξεις- να την προβλέψει στην περίπτωση τέλεσης σοβαρών αυτόφωρων αδικημάτων που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Ακόμα όμως κι αυτή η πρόβλεψη δεν μπορεί να εκτείνεται σε αδικήματα γνώμης για τα οποία κατ’εξοχήν ο χώρος του Πανεπιστημίου, ως χώρος ελευθερίας αποτελεί άσυλο. Και εδώ οι προθέσεις της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας καθίστανται πρόδηλες: ως γνωστόν η πλήρης αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ εκτείνεται και στα θέματα διαχείρισης της περιουσίας τους, καθώς και κονδυλίων της ΕΕ, πλείστες δε είναι οι περιπτώσεις που έχουν τεθεί ζητήματα τέλεσης σχετικών ποινικών αδικημάτων. Το σχέδιο νόμου δεν εξαιρεί τα σχετικά αδικήματα από την αρμοδιότητα των ΟΠΠΙ (ας φανταστούμε εδώ τι προστριβές θα δημιουργηθούν), τα εξαιρεί όμως από τη χρήση τεχνικών μέσων επιτήρησης. Τι δεν εξαιρεί; Τα κατ’ εξοχήν αδικήματα γνώμης και διαμαρτυρίας, όπως η διέγερση σε ανυπακοή, η προσβολή εθνικών και θρησκευτικών συμβόλων, η διασπορά ψευδών ειδήσεων, η διατάραξη της κοινής ειρήνης, η διατάραξη συνεδρίασης συλλογικού οργάνου ή της λειτουργίας της υπηρεσίας. Για το αδίκημα της διέγερσης ας περιοριστούμε απλώς να πούμε ότι οδήγησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον τέως Πρύτανη του ΕΜΠ Κώστα Μουτζούρη, κατόπιν σχετικής μήνυσης της Χρυσής Αυγής, τον εκδότη του «Κόκκινου Βιβλίου» του Μάο Τσε Τούνγκ, καθώς και πολίτες που διαμαρτύρονταν για τις αυξήσεις των εισιτηρίων στα ΜΜΜ. Με το εν λόγω σχέδιο νόμου το Πανεπιστήμιο παύει θεσμικά να αποτελεί χώρο ελευθερίας και συνεπώς καταργείται.
Αυτό που παραμένει ως επιχείρημα είναι ότι αναπτύσσονται μέσα στα ΑΕΙ φαινόμενα που διακινδυνεύουν την επιστημονική ελευθερία των διδασκόντων (για τους διδασκόμενους δεν ενδιαφέρεται η σχετική επιχειρηματολογία). Θα αρκούσε να πει κανείς ότι η όποια κοινωνιολογική αιτιολόγηση προτεινόμενων ρυθμίσεων δεν μπορεί να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τα κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματα. Πέραν όμως αυτών, η (αντισυνταγματική) νομοθετική κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου δεν είναι καινούργια. Τι εμπόδισε τις διωκτικές αρχές και τη Δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει τις όποιες παραβατικές συμπεριφορές εδώ και τόσα χρόνια; Εδώ λοιπόν υπεισέρχονται άλλα κοινωνιολογικά φαινόμενα: πολλές φορές οι εμφανιζόμενες από τα ΜΜΕ παραβατικές συμπεριφορές δεν έχουν καμία βάση (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «χτίσιμο του πρύτανη», το οποίο ουδέποτε συνέβη ως τέτοιο, αλλά ως συμβολική διαμαρτυρία και όχι μόνο οδήγησε σε αμετάκλητη αθώωση των κατηγορουμένων, αλλά και σε ανάδειξη παρατυπιών κατά την οικονομική διαχείριση κονδυλίων σίτισης), ενώ άλλες φορές οι κατηγορούμενοι δεν έχουν καμία σχέση με το αδίκημα που τους προσάπτεται, καθώς παραπέμπονται σε δίκη με ελλιπή στοιχεία, συνηθέστατα δε κατόπιν συλλήψεων «στο σωρό». Και εδώ οφείλουμε να αναμετρηθούμε με το άλλο γνωστό κοινωνιολογικό φαινόμενο: ποια αστυνομία θέλουμε να βάλουμε μέσα στα ΑΕΙ για να προστατέψουμε την επιστημονική ελευθερία; Αυτή που δεν σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών εκτός ΑΕΙ και που έχει καταγγείλει πολλαπλώς η Διεθνής Αμνηστία; Αυτήν που τις παραβατικές συμπεριφορές και δυσλειτουργίες της έχουν αναδείξει ο Συνήγορος του Πολίτη ή τα Δικαστήρια; Τους ελλιπούς τρίμηνης εκπαίδευσης Ειδικούς Φρουρούς, μέλη των οποίων έχουν καταδικασθεί για σοβαρότατα κακουργήματα και που έχουν καταστεί με έκτακτες νομοθετικές παρεμβάσεις ένα πελατειακό σώμα διαρκώς αυξανόμενο (από τις αρχικά προβλεπόμενες 1000 θέσεις του ν. 2734/99 περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και πρόσληψης ειδικών φρουρών Υπ. Δημ. Τάξης έχουν θεσμοθετηθεί σήμερα, κατόπιν 7 νομοθετικών τροποποιήσεων, πάνω από 8000 θέσεις); Θα αναθέσουμε μάλιστα στο σώμα αυτό προανακριτικά καθήκοντα για πρώτη φορά; Εντός του χώρου των ΑΕΙ πρέπει να πραγματοποιηθεί αυτός ο πειραματισμός;
Η γενικότερη συζήτηση για την αδράνεια ή/και το φόβο των πρυτανικών αρχών να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ασφάλειας των ΑΕΙ παράγει και ένα ακόμη διαβρωτικό αποτέλεσμα στην θεσμική εγγύηση της επιστημονικής ελευθερίας. Ηδη στο δημόσιο διάλογο συζητείται αν σε συνδυασμό με την ίδρυση της ΟΠΠΙ πρέπει να επιστρέψουν οι διατάξεις του ν.4009/2011 για την ίδρυση Συμβουλίων Ιδρύματος, αποτελούμενων από μη μέλη των ΑΕΙ για να αναλάβουν τη διοίκησή τους (λες και αυτά τα μη μέλη έχουν ανοσία στο φόβο). Πλην όμως η δια νόμου επιβολή της συμμετοχής μη μελών του ΑΕΙ στη διοίκησή τους με αποφασιστικές αρμοδιότητες εκφεύγει των συνταγματικών ορίων[11] . Η νομολογία έκρινε μεν ότι δεν υφίσταται παραβίαση εφόσον τα μη μέλη των ΑΕΙ επιλέγονται ως μέλη των οργάνων από τα ίδια τα μέλη των ΑΕΙ[12], πλην όμως το επιχείρημα αυτό οδηγεί σε οιονεί εθελούσια παραίτηση από την αυτοδιοίκηση (οιονεί γιατί ο νόμος επιβάλλει το σχετικό οργανωτικό μοντέλο). Ορθότερα, στο παρελθόν είχε κριθεί ότι ακόμα και στα υπό ίδρυση ΑΕΙ όπου είναι αναγκαία η συμμετοχή μη μελών του ΑΕΙ στη σύσταση εκλεκτορικών σωμάτων[13] και η κρατική διοίκηση αποκτά κατ’ ανάγκην ευρύτερες αρμοδιότητες, οι αρμοδιότητες αυτές δεν μπορούν να κατατείνουν στην έμμεση προσβολή της επιστημονικής ελευθερίας[14], από τη στιγμή δε που αρχίζουν να πληρούνται οι θέσεις ΔΕΠ, η αρμοδιότητα του νομοθέτη περιορίζεται στα εποπτικά της όρια[15]. Αυτά τα διαβρωτικά αποτελέσματα (πρώτα αστυνομία μέσα στα ΑΕΙ, μετά διοίκηση από μη μέλη) δείχνουν ότι το βλέμμα για το μέλλον των ΑΕΙ δεν στρέφεται προς Δυσμάς, αλλά προς Ανατολάς και συγκεκριμένα προς τη μεριά του Βοσπόρου.
Τίθεται όμως και ένα άλλο ερώτημα το οποίο σχετίζεται βαθύτερα με τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις: μήπως είναι παρωχημένη σήμερα, 45 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η συνταγματική εμμονή με δικαιώματα και ελευθερίες αδιαμεσολάβητης πολιτικής παρουσίας, δράσης και διαμαρτυρίας (όπως το πανεπιστημιακό άσυλο και η ελευθερία της συνάθροισης); Δεν θα ρωτήσουμε ξανά ποια ιστορική εποχή αναπολούν όσοι δεν νιώθουν την ανάγκη να υπερασπισθούν αυτές τις συνταγματικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης. Θα επαναλάβουμε απλά ότι αυτά τα δικαιώματα, ως εν τέλει δικαιώματα αμφισβητήσεως των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών, παραμένουν πάντα κριτήριο του κατά πόσο ένα πολιτικό σύστημα ανταποκρίνεται στις επιταγές της ελευθερίας[16].
Θα περίμενε κανείς η στάση των συνταγματολόγων να συμπορεύεται με την ομόθυμη αντίδραση της πανεπιστημιακής κοινότητας για την επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου. ‘Όμως στην εποχή του μεταδημοψηφισματικού μας κράτους η στήριξη ή/και η σιωπή για την επιβολή αντισυνταγματικών μέτρων που περιστέλλουν τις συνταγματικές ελευθερίες αποδεικνύει, για μια ακόμα φορά, ότι είναι διαχρονικό και επίκαιρο το ερώτημα Μάνεσης ή Σγουρίτσας; Τσάτσος ή Γεωργόπουλος; Ότι 150 χρόνια μετά το θάνατο του Κάλβου θέλει και σήμερα αρετή και τόλμη η ελευθερία
[1] Ορθά Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, ΤοΣ 1992 σ.518
[2] Μάνεσης Α., Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε: Για μια δημοκρατική παιδεία, χ.χ.ε. (1976) σ.17, του ίδιου, Η ελευθερία της διδασκαλίας στα πανεπιστήμια, σε: Μάνεσης Α., Δίκαιο-Σύνταγμα-Πολιτική, χ.χ.ε (1983) σ.129
[3] Τσάτσος Δ., Το Σύνταγμα και η ανώτατη παιδεία, ΔκΠ 1983 σ.7, του ίδιου, Η πανεπιστημιακή διδασκαλία σε: Τσάτσος Δ., Σύνταγμα και πολιτειακή πρακτική, χ.χ.ε., (1979) σ.13
[4] Μάνεσης 1983 ο.π. σ.. 31· Σκουρής, Δίκαιο της Παιδείας 1988 σ. 27· πρβλ. ΣτΕ 1731/86 Ολ. Aρμ. 1987.332, όπου οι φοιτητές χαρακτηρίζονται «προσδιοριστικοί παράγοντες» της διδασκαλίας
[5] Παπαδημητρίου 1992 ο.π. σ. 519
[6] BVerfG 7-10-1980 ΔκΠ 1983 σ. 85-6
[7] Σκουρής 1988 ο.π. σ. 141
[8] αναλυτικά Αργυρός Α., Η Ακαδημαϊκή Ελευθερία και το «Πανεπιστημιακό Άσυλο», ΝοΒ 2011 σ. 1800· Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα 2006 σ. 346, Βασιλόγιαννης Φ., Η συνταγματική εγγύηση της πανεπιστημιακής αστυνομικής εξουσίας https://www.constitutionalism.gr/2020-09-vassiloyannis-panepistimiaki-astynomia/
[9] Mourgeon J.-Theron J.P. Les libertes publiques 1979, σ.111, de Laubadere Α., La loi d’ orientation de l’ enseignement superieur AJDA 1968 σ.230 επ
[10] v.Lubtow U.-Harder M., Autonomie oder Heteronomie der Universitaeten? 1966 σ.31
[11] Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα 2012 σ. 657-8
[12] ΣτΕ 519-24/2015 Ολ. ΤοΣ 2015.σ 280 παρατ. Φουντεδάκη
[13] ΣτΕ 2231/78 αδημ.· 2431/78 αδημ.· 3304/78 αδημ.
[14] ΣτΕ 1493/79 Αρμ 1979 σ.945· 3304/78 αδημ.
[15] ΣτΕ 4334/86 ΝοΒ 1987 σ.819
[16] BVerfG 14-5-95 69,315,350 επ